Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacutizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [akutidˈdzare] 1 εξάπτω 2 εντείνω 3 οξύνω 4 ακονίζω acutizzàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [akutidˈdzarsi] οξύνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |