Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acutizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akutidˈdzare]

1 εξάπτω
2 εντείνω
3 οξύνω
4 ακονίζω

acutizzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akutidˈdzarsi]

οξύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acutanza acuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acustico (αρσ. επίθ και ουσ)
acustoelettronica (θηλ.ουσ)
acutamente (επίρ.)
acutangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
acutanza (θηλ.ουσ)
acutizzare (ρ. μτβ.)
acutizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acuto (ουσ αρσ )
acuto (επίθ.)
adacquamento (ουσ αρσ )
adacquare (ρ. μτβ.)
adacquatura (θηλ.ουσ)
adagetto (ουσ αρσ )
adagiare (ρ. μτβ.)
adagiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adagino (επίρ.)
adagio (ουσ αρσ )
adagio (επίρ.)
adamante (ουσ αρσ )
adamantino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---