Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acustoelettronica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [a,kustoeletˈtrɔnika]

ηλεκτρονική ακουστική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acustico acutamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acume (ουσ αρσ )
acuminare (ρ. μτβ.)
acuminato (επίθ.)
acustica (θηλ.ουσ)
acustico (αρσ. επίθ και ουσ)
acustoelettronica (θηλ.ουσ)
acutamente (επίρ.)
acutangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
acutanza (θηλ.ουσ)
acutizzare (ρ. μτβ.)
acutizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acuto (ουσ αρσ )
acuto (επίθ.)
adacquamento (ουσ αρσ )
adacquare (ρ. μτβ.)
adacquatura (θηλ.ουσ)
adagetto (ουσ αρσ )
adagiare (ρ. μτβ.)
adagiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adagino (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---