Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acutaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [akutaˈmente]

1 έντονα
2 καυστικά
3 με δριμύτητα
4 με οξυδέρκεια
5 έξυπνα
6 με οξύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acustoelettronica acutangolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acuminare (ρ. μτβ.)
acuminato (επίθ.)
acustica (θηλ.ουσ)
acustico (αρσ. επίθ και ουσ)
acustoelettronica (θηλ.ουσ)
acutamente (επίρ.)
acutangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
acutanza (θηλ.ουσ)
acutizzare (ρ. μτβ.)
acutizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acuto (ουσ αρσ )
acuto (επίθ.)
adacquamento (ουσ αρσ )
adacquare (ρ. μτβ.)
adacquatura (θηλ.ουσ)
adagetto (ουσ αρσ )
adagiare (ρ. μτβ.)
adagiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adagino (επίρ.)
adagio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---