Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacròstico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈkrɔstiko] 1 τέχνη επίλυσης γρίφων ή αινιγμάτων 2 αινίγματα 3 ακροστιχίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |