Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acròstico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈkrɔstiko]

1 τέχνη επίλυσης γρίφων ή αινιγμάτων
2 αινίγματα
3 ακροστιχίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acropoli acuire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acromatico (επίθ.)
acromatismo (ουσ αρσ )
acromatopsia (θηλ.ουσ)
acronimo (ουσ αρσ )
acropoli (θηλ.ουσ)
acrostico (ουσ αρσ )
acuire (ρ. μτβ.)
aculeo (ουσ αρσ )
acume (ουσ αρσ )
acuminare (ρ. μτβ.)
acuminato (επίθ.)
acustica (θηλ.ουσ)
acustico (αρσ. επίθ και ουσ)
acustoelettronica (θηλ.ουσ)
acutamente (επίρ.)
acutangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
acutanza (θηλ.ουσ)
acutizzare (ρ. μτβ.)
acutizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acuto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---