Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacromatopsìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akromatopˈsia] 1 αχρωματωπία 2 δαλτωνισμός 3 αχρωματοψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |