Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acrocòro, acròcoro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akroˈkɔro], [aˈkrɔkoro]

1 υψίπεδο
2 οροπέδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acrobazia acromatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acrobata (ουσ αρσ και θηλ.)
acrobatica (θηλ.ουσ)
acrobatico (επίθ.)
acrobatismo (ουσ αρσ )
acrobazia (θηλ.ουσ)
acrocoro (ουσ αρσ )
acromatico (επίθ.)
acromatismo (ουσ αρσ )
acromatopsia (θηλ.ουσ)
acronimo (ουσ αρσ )
acropoli (θηλ.ουσ)
acrostico (ουσ αρσ )
acuire (ρ. μτβ.)
aculeo (ουσ αρσ )
acume (ουσ αρσ )
acuminare (ρ. μτβ.)
acuminato (επίθ.)
acustica (θηλ.ουσ)
acustico (αρσ. επίθ και ουσ)
acustoelettronica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---