Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acuìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akuˈire]

1 διεγείρω
2 οξύνω
3 ακονίζω
4 τροχίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acrostico aculeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acromatismo (ουσ αρσ )
acromatopsia (θηλ.ουσ)
acronimo (ουσ αρσ )
acropoli (θηλ.ουσ)
acrostico (ουσ αρσ )
acuire (ρ. μτβ.)
aculeo (ουσ αρσ )
acume (ουσ αρσ )
acuminare (ρ. μτβ.)
acuminato (επίθ.)
acustica (θηλ.ουσ)
acustico (αρσ. επίθ και ουσ)
acustoelettronica (θηλ.ουσ)
acutamente (επίρ.)
acutangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
acutanza (θηλ.ουσ)
acutizzare (ρ. μτβ.)
acutizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acuto (ουσ αρσ )
acuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---