Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acrimonióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akrimoˈnjoso], [akrimoˈnjozo]

1 πικρόχολος
2 πικρός
3 δριμύς
4 καυστικός
5 οξύς
6 δηκτικός
7 στρυφνός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acrimonia acritico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acridina (θηλ.ουσ)
acrilato (ουσ αρσ )
acrile (ουσ αρσ )
acrilico (αρσ. επίθ και ουσ)
acrimonia (θηλ.ουσ)
acrimonioso (επίθ.)
acritico (επίθ.)
acro (ουσ αρσ )
acrobata (ουσ αρσ και θηλ.)
acrobatica (θηλ.ουσ)
acrobatico (επίθ.)
acrobatismo (ουσ αρσ )
acrobazia (θηλ.ουσ)
acrocoro (ουσ αρσ )
acromatico (επίθ.)
acromatismo (ουσ αρσ )
acromatopsia (θηλ.ουσ)
acronimo (ουσ αρσ )
acropoli (θηλ.ουσ)
acrostico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---