Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acrìlico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈkriliko]

ακριλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acrile acrimonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acredine (θηλ.ουσ)
acremente (επίρ.)
acridina (θηλ.ουσ)
acrilato (ουσ αρσ )
acrile (ουσ αρσ )
acrilico (αρσ. επίθ και ουσ)
acrimonia (θηλ.ουσ)
acrimonioso (επίθ.)
acritico (επίθ.)
acro (ουσ αρσ )
acrobata (ουσ αρσ και θηλ.)
acrobatica (θηλ.ουσ)
acrobatico (επίθ.)
acrobatismo (ουσ αρσ )
acrobazia (θηλ.ουσ)
acrocoro (ουσ αρσ )
acromatico (επίθ.)
acromatismo (ουσ αρσ )
acromatopsia (θηλ.ουσ)
acronimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---