Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acrèdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈkrɛdine]

1 δριμύτητα
2 στυφάδα
3 τραχύτητα
4 πικράδα
5 σκληρότητα
6 οξύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acre acremente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquitrinoso (επίθ.)
acquolina (θηλ.ουσ)
acquosità (θηλ.ουσ)
acquoso (επίθ.)
acre (επίθ.)
acredine (θηλ.ουσ)
acremente (επίρ.)
acridina (θηλ.ουσ)
acrilato (ουσ αρσ )
acrile (ουσ αρσ )
acrilico (αρσ. επίθ και ουσ)
acrimonia (θηλ.ουσ)
acrimonioso (επίθ.)
acritico (επίθ.)
acro (ουσ αρσ )
acrobata (ουσ αρσ και θηλ.)
acrobatica (θηλ.ουσ)
acrobatico (επίθ.)
acrobatismo (ουσ αρσ )
acrobazia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---