Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquisitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkwiziˈtore]

1 πελάτης
2 αγοραστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquisito acquisitrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquifero (επίθ.)
acquirente (ουσ αρσ και θηλ.)
acquisire (ρ. μτβ.)
acquisitivo (επίθ.)
acquisito (επίθ.)
acquisitore (ουσ αρσ )
acquisitrice (θηλ.ουσ)
acquisizione (θηλ.ουσ)
acquistabile (επίθ.)
acquistare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acquisto (ουσ αρσ )
acquitrino (ουσ αρσ )
acquitrinoso (επίθ.)
acquolina (θηλ.ουσ)
acquosità (θηλ.ουσ)
acquoso (επίθ.)
acre (επίθ.)
acredine (θηλ.ουσ)
acremente (επίρ.)
acridina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---