Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquisìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkwiˈzito]

επίκτητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquisitivo acquisitore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


parente [αρσ.] acquisito = ο συγγενής εξ αγχιστείας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquietarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquifero (επίθ.)
acquirente (ουσ αρσ και θηλ.)
acquisire (ρ. μτβ.)
acquisitivo (επίθ.)
acquisito (επίθ.)
acquisitore (ουσ αρσ )
acquisitrice (θηλ.ουσ)
acquisizione (θηλ.ουσ)
acquistabile (επίθ.)
acquistare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acquisto (ουσ αρσ )
acquitrino (ουσ αρσ )
acquitrinoso (επίθ.)
acquolina (θηλ.ουσ)
acquosità (θηλ.ουσ)
acquoso (επίθ.)
acre (επίθ.)
acredine (θηλ.ουσ)
acremente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---