Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquiescènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [akkwjeʃˈʃɛnte]

συναινών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquidoccio acquiescenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquerellista (ουσ αρσ και θηλ.)
acquerello (ουσ αρσ )
acquerugiola (θηλ.ουσ)
acquicoltura (θηλ.ουσ)
acquidoccio (ουσ αρσ )
acquiescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
acquiescenza (θηλ.ουσ)
acquietabile (επίθ.)
acquietamento (ουσ αρσ )
acquietare (ρ. μτβ.)
acquietarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquifero (επίθ.)
acquirente (ουσ αρσ και θηλ.)
acquisire (ρ. μτβ.)
acquisitivo (επίθ.)
acquisito (επίθ.)
acquisitore (ουσ αρσ )
acquisitrice (θηλ.ουσ)
acquisizione (θηλ.ουσ)
acquistabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---