Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàcqua
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈakkwa] το νερό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαacqua [θηλ.] alta = (profonda) τα βαθειά νερά | (alta marea) η πλημμυρίδα || acqua [θηλ.] bassa = τα αβαθή νερά | τα ρηχά νερά || acqua [θηλ.] di Colonia = η κολώνια || acqua [θηλ.] distillata = το αποσταγμένο νερό || acqua [θηλ.] dolce = το γλυκό νερό || acqua [θηλ.] gassata = η σόδα || acqua [θηλ.] in bocca! = κοίτα μη με κάψεις! || acqua [θηλ.] minerale = το μεταλλικό νερό || acqua [θηλ.] non potabile = το απόσιμο νερό || acqua [θηλ.] ossigenata = το οξυζενέ || acqua [θηλ.] potabile = το πόσιμο νερό || una bottiglia [θηλ.] di acqua minerale = ένα μπουκάλι εμγιαλωμένο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |