Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acidìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aʧiˈdimetro]

οξύμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acidimetria acidità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acidificabile (επίθ.)
acidificante (αρσ. επίθ και ουσ)
acidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acidificazione (θηλ.ουσ)
acidimetria (θηλ.ουσ)
acidimetro (ουσ αρσ )
acidità (θηλ.ουσ)
acido (ουσ αρσ )
acido (επίθ.)
acidosi (θηλ.ουσ)
acidulare (ρ. μτβ.)
acidulo (επίθ.)
acinesia (θηλ.ουσ)
acinetico (επίθ.)
aciniforme (επίθ.)
acino (ουσ αρσ )
acinoso (επίθ.)
aclassismo (ουσ αρσ )
aclassista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aclassistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---