Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acetosèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aʧetoˈsɛlla]

1 οξαλίδα
2 ξινόχορτο
3 ξινολάπαθο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acetosa acetosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acetobatterio (ουσ αρσ )
acetone (ουσ αρσ )
acetonemia (θηλ.ουσ)
acetonuria (θηλ.ουσ)
acetosa (θηλ.ουσ)
acetosella (θηλ.ουσ)
acetosità (θηλ.ουσ)
acetoso (επίθ.)
achenio (ουσ αρσ )
acheo (ουσ αρσ )
acheo (επίθ.)
acheronte (ουσ αρσ )
Achille (ουσ αρσ )
achillea (θηλ.ουσ)
aciclico (επίθ.)
acidificabile (επίθ.)
acidificante (αρσ. επίθ και ουσ)
acidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acidificazione (θηλ.ουσ)
acidimetria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---