Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacetosèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aʧetoˈsɛlla] 1 οξαλίδα 2 ξινόχορτο 3 ξινολάπαθο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |