ItalianoGreco


accusatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkuzaˈtore]

1 μηνυτής
2 δημόσιος κατήγορος
3 κατήγορος
4 εισαγγελέας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---