Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accusàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkuˈzare]

κατηγορώ

accusarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [akkuˈzarsi]

1 στιγματίζομαι
2 μέμφομαι
3 κατηγορούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accusante accusativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accuratezza (θηλ.ουσ)
accurato (επίθ.)
accusa (θηλ.ουσ)
accusabile (επίθ.)
accusante (επίθ.)
accusare (ρ. μτβ.)
accusarsi (ρ.μ. (αντων.))
accusativo (ουσ αρσ )
accusato (ουσ αρσ )
accusato (επίθ.)
accusatore (ουσ αρσ )
accusatorio (επίθ.)
acefalia (θηλ.ουσ)
acefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
acellulare (επίθ.)
acerbamente (επίρ.)
acerbetto (επίθ.)
acerbezza (θηλ.ουσ)
acerbità (θηλ.ουσ)
acerbo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---