Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accusànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkuˈzante]

κατήγορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accusabile accusare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accuratamente (επίρ.)
accuratezza (θηλ.ουσ)
accurato (επίθ.)
accusa (θηλ.ουσ)
accusabile (επίθ.)
accusante (επίθ.)
accusare (ρ. μτβ.)
accusarsi (ρ.μ. (αντων.))
accusativo (ουσ αρσ )
accusato (ουσ αρσ )
accusato (επίθ.)
accusatore (ουσ αρσ )
accusatorio (επίθ.)
acefalia (θηλ.ουσ)
acefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
acellulare (επίθ.)
acerbamente (επίρ.)
acerbetto (επίθ.)
acerbezza (θηλ.ουσ)
acerbità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---