Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acculturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkultuˈrare]

1 εξημερώνω
2 εξευγενίζω
3 εκπολιτίζω
4 εξανθρωπίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acculare acculturazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accrescimento (ουσ αρσ )
accrescitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
accucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acculare (ρ. μτβ.)
acculturare (ρ. μτβ.)
acculturazione (θηλ.ουσ)
accumulabile (επίθ.)
accumulamento (ουσ αρσ )
accumulare (ρ. μτβ.)
accumularsi (ρ. μ. αμτβ.)
accumulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accumulazione (θηλ.ουσ)
accumulo (ουσ αρσ )
accuratamente (επίρ.)
accuratezza (θηλ.ουσ)
accurato (επίθ.)
accusa (θηλ.ουσ)
accusabile (επίθ.)
accusante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---