Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accresciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkreʃʃiˈmento]

1 μεγάλωμα
2 επέκταση
3 επαύξηση
4 αύξηση
5 διεύρυνση
6 ανάπτυξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accrescersi accrescitivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accreditato (ουσ αρσ )
accreditato (επίθ.)
accredito (ουσ αρσ )
accrescere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accrescersi (ρ. μ. αμτβ.)
accrescimento (ουσ αρσ )
accrescitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
accucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acculare (ρ. μτβ.)
acculturare (ρ. μτβ.)
acculturazione (θηλ.ουσ)
accumulabile (επίθ.)
accumulamento (ουσ αρσ )
accumulare (ρ. μτβ.)
accumularsi (ρ. μ. αμτβ.)
accumulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accumulazione (θηλ.ουσ)
accumulo (ουσ αρσ )
accuratamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---