Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accreditàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkrediˈtato]

έμπορος δεχόμενος πίστωση

accreditàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkrediˈtato]

1 πιστωτικός
2 ο της πίστωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accreditarsi accredito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accreditamento (ουσ αρσ )
accreditante (ουσ αρσ και θηλ.)
accreditante (επίθ.)
accreditare (ρ. μτβ.)
accreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
accreditato (ουσ αρσ )
accreditato (επίθ.)
accredito (ουσ αρσ )
accrescere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accrescersi (ρ. μ. αμτβ.)
accrescimento (ουσ αρσ )
accrescitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
accucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acculare (ρ. μτβ.)
acculturare (ρ. μτβ.)
acculturazione (θηλ.ουσ)
accumulabile (επίθ.)
accumulamento (ουσ αρσ )
accumulare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---