Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccreditànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akkrediˈtante] 1 πρόσωπο ή ίδρυμα που παρέχει πίστωση 2 πιστωτής accreditànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [akkrediˈtante] 1 που παρέχει πίστωση 2 πιστωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |