Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccreditàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [akkrediˈtare] πιστώνω accreditarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [akkrediˈtarsi] αποκτώ πίστη (καλό όνομα) ή κύρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |