Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accozzàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akkotˈtsaʎʎa]

1 πλέμπα
2 μείγμα
3 κατώτατη τάξη λαού
4 κυκεώνας
5 ποτ-πουρί
6 ανακατωσούρα
7 ετερογενές μείγμα
8 μάζα
9 συνονθύλευμα
10 φύρδην μίγδην
11 συμπίλημα
12 σύμφυρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accovonatura accozzamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accovacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accovonamento (ουσ αρσ )
accovonare (ρ. μτβ.)
accovonatrice (θηλ.ουσ)
accovonatura (θηλ.ουσ)
accozzaglia (θηλ.ουσ)
accozzamento (ουσ αρσ )
accozzare (ρ. μτβ.)
accozzo (ουσ αρσ )
accreditamento (ουσ αρσ )
accreditante (ουσ αρσ και θηλ.)
accreditante (επίθ.)
accreditare (ρ. μτβ.)
accreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
accreditato (ουσ αρσ )
accreditato (επίθ.)
accredito (ουσ αρσ )
accrescere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accrescersi (ρ. μ. αμτβ.)
accrescimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---