ItalianoGreco


accovacciàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkovatˈʧarsi]

1 φωλιάζω
2 ξαπλώνω στη φωλιά (για ζώο)
3 ανακουρκουδίζω
4 σκύβω
5 συστέλλομαι
6 μαζεύομαι
7 διπλώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---