Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accortézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akkorˈtettsa]

1 οξύνοια
2 σύνεση
3 προσεκτικότητα
4 οξυδέρκεια
5 εξυπνάδα
6 αγχίνοια
7 ευθυκρισία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accortamente accorto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accordo (ουσ αρσ )
accorgersi (ρ. μ. αμτβ.)
accorgimento (ουσ αρσ )
accorrere (ρ.αμτβ.)
accortamente (επίρ.)
accortezza (θηλ.ουσ)
accorto (επίθ.)
accosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostabile (επίθ.)
accostamento (ουσ αρσ )
accostare (ρ.αμτβ.)
accostare (ρ. μτβ.)
accostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostata (θηλ.ουσ)
accostevole (επίθ.)
accosto (επίρ.)
accostolatura (θηλ.ουσ)
accostumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accostumarsi (ρ.μ. (αντων.))
accovacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---