ItalianoGreco


accortézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akkorˈtettsa]

1 οξύνοια
2 σύνεση
3 προσεκτικότητα
4 οξυδέρκεια
5 εξυπνάδα
6 αγχίνοια
7 ευθυκρισία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---