ItalianoGreco


accòrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akˈkɔrdo]

1 η συμφωνία
2 (commerciale) η σύμβαση
3 (politico) η συνθήκη


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare d'accordo = ταιριάζω || d’accordo! = εν τάξει || d'accordo = εν τάξει || essere d'accordo = συμφωνώ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---