Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accostàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkosˈtabile]

1 πραγματοποιήσιμος
2 μπορετός
3 εύκολος
4 εφικτός
5 προσιτός
6 κατορθωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accosciarsi accostamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accorrere (ρ.αμτβ.)
accortamente (επίρ.)
accortezza (θηλ.ουσ)
accorto (επίθ.)
accosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostabile (επίθ.)
accostamento (ουσ αρσ )
accostare (ρ.αμτβ.)
accostare (ρ. μτβ.)
accostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostata (θηλ.ουσ)
accostevole (επίθ.)
accosto (επίρ.)
accostolatura (θηλ.ουσ)
accostumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accostumarsi (ρ.μ. (αντων.))
accovacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accovonamento (ουσ αρσ )
accovonare (ρ. μτβ.)
accovonatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---