Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccoràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [akkoˈrato] 1 σεκλετισμένος 2 στενοχωρημένος 3 πένθιμος 4 θλιμμένος 5 λυπημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |