Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accoppiàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkopˈpjabile]

1 κατάλληλος για ταίριασμα
2 ταιριαστός
3 ικανός για ταίριασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accoppare accoppiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acconsentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accontentare (ρ. μτβ.)
accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )
accoppare (ρ. μτβ.)
accoppiabile (επίθ.)
accoppiamento (ουσ αρσ )
accoppiare (ρ. μτβ.)
accoppiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoppiata (θηλ.ουσ)
accoppiatoio (ουσ αρσ )
accoppiatore (ουσ αρσ )
accoppiatura (θηλ.ουσ)
accoramento (ουσ αρσ )
accorare (ρ. μτβ.)
accorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoratamente (επίρ.)
accorato (επίθ.)
accorciabile (επίθ.)
accorciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---