Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccoppiàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akkopˈpjata] 1 σύνδεση 2 ζευγάρωμα 3 σύζευξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |