ItalianoGreco


accoppiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkopˈpjare]

1 ζευγαρώνω
2 συνδέω
3 ενώνω
4 συνδυάζω
5 ταιριάζω
6 συνταιριάζω

accoppiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkopˈpjarsi]

1 συνδυάζομαι
2 συνουσιάζομαι
3 ζευγαρώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---