Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accoppiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkopˈpjare]

1 ζευγαρώνω
2 συνδέω
3 ενώνω
4 συνδυάζω
5 ταιριάζω
6 συνταιριάζω

accoppiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkopˈpjarsi]

1 συνδυάζομαι
2 συνουσιάζομαι
3 ζευγαρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accoppiamento accoppiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )
accoppare (ρ. μτβ.)
accoppiabile (επίθ.)
accoppiamento (ουσ αρσ )
accoppiare (ρ. μτβ.)
accoppiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoppiata (θηλ.ουσ)
accoppiatoio (ουσ αρσ )
accoppiatore (ουσ αρσ )
accoppiatura (θηλ.ουσ)
accoramento (ουσ αρσ )
accorare (ρ. μτβ.)
accorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoratamente (επίρ.)
accorato (επίθ.)
accorciabile (επίθ.)
accorciamento (ουσ αρσ )
accorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accorciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---