Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accónto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akˈkonto]

το καπάρο, η προκαταβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accontentarsi accoppare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accondiscendere (ρ.αμτβ.)
acconsentimento (ουσ αρσ )
acconsentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accontentare (ρ. μτβ.)
accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )
accoppare (ρ. μτβ.)
accoppiabile (επίθ.)
accoppiamento (ουσ αρσ )
accoppiare (ρ. μτβ.)
accoppiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoppiata (θηλ.ουσ)
accoppiatoio (ουσ αρσ )
accoppiatore (ουσ αρσ )
accoppiatura (θηλ.ουσ)
accoramento (ουσ αρσ )
accorare (ρ. μτβ.)
accorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoratamente (επίρ.)
accorato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---