Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accondiscéndere, accondiscèndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkondiʃˈʃendere], [akkondiʃˈʃɛndere]

1 συμφωνώ
2 συναινώ
3 αποδέχομαι
4 συγκατατίθεμαι
5 στέργω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accondiscendente acconsentimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acconciato (επίθ.)
acconciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acconciatura (θηλ.ουσ)
acconcio (αρσ. επίθ και ουσ)
accondiscendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accondiscendere (ρ.αμτβ.)
acconsentimento (ουσ αρσ )
acconsentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accontentare (ρ. μτβ.)
accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )
accoppare (ρ. μτβ.)
accoppiabile (επίθ.)
accoppiamento (ουσ αρσ )
accoppiare (ρ. μτβ.)
accoppiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoppiata (θηλ.ουσ)
accoppiatoio (ουσ αρσ )
accoppiatore (ουσ αρσ )
accoppiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---