Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acconciatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [akkonʧaˈtore]

1 κομμωτής
2 (femminile) κομμώτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acconciato acconciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acconciamento (ουσ αρσ )
acconciare (ρ. μτβ.)
acconciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
acconciatamente (επίρ.)
acconciato (επίθ.)
acconciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acconciatura (θηλ.ουσ)
acconcio (αρσ. επίθ και ουσ)
accondiscendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accondiscendere (ρ.αμτβ.)
acconsentimento (ουσ αρσ )
acconsentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accontentare (ρ. μτβ.)
accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )
accoppare (ρ. μτβ.)
accoppiabile (επίθ.)
accoppiamento (ουσ αρσ )
accoppiare (ρ. μτβ.)
accoppiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---