Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacconciatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [akkonʧaˈtore] 1 κομμωτής 2 (femminile) κομμώτρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |