Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acconciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkonʧaˈmento]

1 νοικοκύρεμα
2 τακτοποίηση
3 συγύρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acconciamente acconciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accomunamento (ουσ αρσ )
accomunare (ρ. μτβ.)
accomunarsi (ρ.μ. (αντων.))
acconciabile (επίθ.)
acconciamente (επίρ.)
acconciamento (ουσ αρσ )
acconciare (ρ. μτβ.)
acconciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
acconciatamente (επίρ.)
acconciato (επίθ.)
acconciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acconciatura (θηλ.ουσ)
acconcio (αρσ. επίθ και ουσ)
accondiscendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accondiscendere (ρ.αμτβ.)
acconsentimento (ουσ αρσ )
acconsentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accontentare (ρ. μτβ.)
accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---