Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacconciaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkonʧaˈmento] 1 νοικοκύρεμα 2 τακτοποίηση 3 συγύρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |