Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccomunaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkomunaˈmento] 1 συνεταιρισμός 2 εξίσωση 3 κοινοπραξία 4 συνένωση 5 ένωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |