Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccompagnatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akkompaɲɲaˈtura] 1 ακομπανιαμέντο 2 συνοδεία 3 μουσική συνοδεία 4 συνταίριασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |