Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acconciatamente  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [akkonʧataˈmente]

1 κατάλληλα
2 αρμοδίως
3 όταν βολεύει
4 σε πρόσφορο χρόνο ή τόπο
5 ευθέτως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acconciarsi acconciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acconciabile (επίθ.)
acconciamente (επίρ.)
acconciamento (ουσ αρσ )
acconciare (ρ. μτβ.)
acconciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
acconciatamente (επίρ.)
acconciato (επίθ.)
acconciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acconciatura (θηλ.ουσ)
acconcio (αρσ. επίθ και ουσ)
accondiscendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accondiscendere (ρ.αμτβ.)
acconsentimento (ουσ αρσ )
acconsentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accontentare (ρ. μτβ.)
accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )
accoppare (ρ. μτβ.)
accoppiabile (επίθ.)
accoppiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---