Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acconciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkonˈʧare]

1 νοικοκυρεύω
2 ντύνω
3 τακτοποιώ
4 στολίζω
5 συγυρίζω

acconciàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkonˈʧarsi]

1 στολίζομαι
2 περιποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acconciamento acconciatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accomunare (ρ. μτβ.)
accomunarsi (ρ.μ. (αντων.))
acconciabile (επίθ.)
acconciamente (επίρ.)
acconciamento (ουσ αρσ )
acconciare (ρ. μτβ.)
acconciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
acconciatamente (επίρ.)
acconciato (επίθ.)
acconciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acconciatura (θηλ.ουσ)
acconcio (αρσ. επίθ και ουσ)
accondiscendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accondiscendere (ρ.αμτβ.)
acconsentimento (ουσ αρσ )
acconsentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accontentare (ρ. μτβ.)
accontentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconto (ουσ αρσ )
accoppare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---