Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accomunàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkomuˈnare]

1 συνεταιρίζομαι
2 εξισώνω
3 συμμετέχω σε κοινοπραξία
4 ενώνω
5 συνενώνω

accomunarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [akkomuˈnarsi]

1 παρεμβαίνω
2 μπερδεύομαι
3 ανακατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accomunamento acconciabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accompagnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accompagnatrice (θηλ.ουσ)
accompagnatura (θηλ.ουσ)
accomunabile (επίθ.)
accomunamento (ουσ αρσ )
accomunare (ρ. μτβ.)
accomunarsi (ρ.μ. (αντων.))
acconciabile (επίθ.)
acconciamente (επίρ.)
acconciamento (ουσ αρσ )
acconciare (ρ. μτβ.)
acconciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
acconciatamente (επίρ.)
acconciato (επίθ.)
acconciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acconciatura (θηλ.ουσ)
acconcio (αρσ. επίθ και ουσ)
accondiscendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accondiscendere (ρ.αμτβ.)
acconsentimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---