Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccompagnatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [akkompaɲɲaˈtore] 1 ο συνοδός 2 musica ο ακομπανιατέρ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaccompagnatore [αρσ.] turistico = ο συνοδός εκδρομής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |