Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccompagnàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [akkompaɲˈɲare] συνοδεύω accompagnàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [akkompaɲˈɲarsi] 1 κρατώ συντροφιά 2 συνοδεύομαι 3 ταιριάζω 4 ζευγαρώνω 5 κάνω παρέα 6 συνοδεύω κάποιον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |