Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accòmodo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akˈkɔmodo]

1 προσαρμογή
2 εναρμόνιση
3 συμβιβασμός
4 συνθηκολόγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accomodevole accompagnamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accomodato (επίθ.)
accomodatore (ουσ αρσ )
accomodatura (θηλ.ουσ)
accomodazione (θηλ.ουσ)
accomodevole (επίθ.)
accomodo (ουσ αρσ )
accompagnamento (ουσ αρσ )
accompagnare (ρ. μτβ.)
accompagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accompagnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accompagnatrice (θηλ.ουσ)
accompagnatura (θηλ.ουσ)
accomunabile (επίθ.)
accomunamento (ουσ αρσ )
accomunare (ρ. μτβ.)
accomunarsi (ρ.μ. (αντων.))
acconciabile (επίθ.)
acconciamente (επίρ.)
acconciamento (ουσ αρσ )
acconciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---