Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accomodatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkomodaˈtore]

1 επισκευαστής
2 διορθωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accomodato accomodatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accomodarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
accomodatamente (επίρ.)
accomodaticcio (επίθ.)
accomodativo (επίθ.)
accomodato (επίθ.)
accomodatore (ουσ αρσ )
accomodatura (θηλ.ουσ)
accomodazione (θηλ.ουσ)
accomodevole (επίθ.)
accomodo (ουσ αρσ )
accompagnamento (ουσ αρσ )
accompagnare (ρ. μτβ.)
accompagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accompagnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accompagnatrice (θηλ.ουσ)
accompagnatura (θηλ.ουσ)
accomunabile (επίθ.)
accomunamento (ουσ αρσ )
accomunare (ρ. μτβ.)
accomunarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---