Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accomodàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkomoˈdare]

1 είμαι βολικός
2 είμαι εξυπηρετικός
3 είμαι εύκολος ή κατάλληλος
4 βολεύω
5 εξυπηρετώ
6 ικανοποιώ

accomodàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkomoˈdare]

διορθώνω, σιάχνω

accomodàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkomoˈdarsi]

(sedersi) κάθομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accomodante accomodatamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


si accomodi! = καθήστε!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accomiatare (ρ. μτβ.)
accomiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accomodabile (επίθ.)
accomodamento (ουσ αρσ )
accomodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomodare (ρ.αμτβ.)
accomodare (ρ. μτβ.)
accomodarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
accomodatamente (επίρ.)
accomodaticcio (επίθ.)
accomodativo (επίθ.)
accomodato (επίθ.)
accomodatore (ουσ αρσ )
accomodatura (θηλ.ουσ)
accomodazione (θηλ.ουσ)
accomodevole (επίθ.)
accomodo (ουσ αρσ )
accompagnamento (ουσ αρσ )
accompagnare (ρ. μτβ.)
accompagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---