accomodàbile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [akkomoˈdabile]
1 συνδιαλλακτικός
2 υποχρεωτικός
3 πρόθυμος
4 συμβιβαστικός
5 εξυπηρετικός
6 επισκευάσιμος
7 επιδιορθώσιμος
8 συμβιβαστικός
9 βολικός
10 καλόβολος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [akkomoˈdabile]
1 συνδιαλλακτικός
2 υποχρεωτικός
3 πρόθυμος
4 συμβιβαστικός
5 εξυπηρετικός
6 επισκευάσιμος
7 επιδιορθώσιμος
8 συμβιβαστικός
9 βολικός
10 καλόβολος
permalink
accomodabile (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android