Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccomandatàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkomandaˈtarjo] 1 ετερόρρυθμος συνεταίρος 2 γενικός συνέταιρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |