Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accoltellàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkoltelˈlato]

πορεία στην άκρη ή στην κόψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accoltellare accoltellatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accollatore (ουσ αρσ )
accollatura (θηλ.ουσ)
accollo (ουσ αρσ )
accolta (θηλ.ουσ)
accoltellare (ρ. μτβ.)
accoltellato (επίθ.)
accoltellatore (ουσ αρσ )
accomandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomandare (ρ. μτβ.)
accomandatario (ουσ αρσ )
accomandita (θηλ.ουσ)
accomiatare (ρ. μτβ.)
accomiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accomodabile (επίθ.)
accomodamento (ουσ αρσ )
accomodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomodare (ρ.αμτβ.)
accomodare (ρ. μτβ.)
accomodarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
accomodatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---